σχεδουργός

σχεδουργός
σχεδουργός, ,
A riddle-maker, Tz.H.11.575 (pl.): also [full] σχεδουργικοὶ λαβύρινθοι Prov. ib. § 379 tit.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σχεδουργός — ὁ, Μ επινοητής αινιγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιον «αυτοσχέδιος λόγος» + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. τεχνουργός] …   Dictionary of Greek

  • σχεδουργία — ἡ, Μ [σχεδουργός] επινόηση αινιγμάτων …   Dictionary of Greek

  • σχεδουργικός — ή, όν, Μ [σχεδουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σχεδουργό («σχεδουργικῶν λαβυρίνθων πλοκαί», παροιμ. φρ. στον Τζέτζ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”